γνώμονας

γνώμονας
Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου με ίσες τις οξείες του γωνίες (45° η καθεμία) είτε με τη μία από τις οξείες του γωνίες 30° (η άλλη φυσικά είναι τότε 60°). Με την ολίσθηση της μίας από τις κάθετες πλευρές του γ. κατά μήκος ενός κανόνα επιτυγχάνεται η χάραξη (με τη βοήθεια της άλλης κάθετης πλευράς) παράλληλων ευθύγραμμων τμημάτων. (Μουσ.) Εργαλείο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές των μουσικών οργάνων. Γ. ονομάζονται επίσης οι μικροί μοχλοί του πνευστού μουσικού οργάνου με τους οποίους φράζονται ή ανοίγονται τρύπες για τη ρύθμιση του ήχου τους. Τέλος, γ. λέγεται το σημείο που γράφεται στην αρχή του πενταγράμμου για να δηλώσει ορισμένο φθόγγο της κλίμακας. Π.χ. κλειδί σολ, φα κλπ.
* * *
ο (AM γνώμων)
1. γεωμετρικό όργανο για τη χάραξη ορθών γωνιών και κάθετων γραμμών
2. όργανο για τη μέτρηση της απόκλισης σε μοίρες
3. δείκτης ηλιακού ρολογιού, ηλιακό ρολόι
4. αξίωμα, αρχή, σταθερό κριτήριο
μσν.-νεοελλ. υπόδειγμα, τύπος και υπογραμμός
νεοελλ.
1. μετρητής για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος
2. μουσικό σύμβολο για τη δήλωση ορισμένου φθόγγου στο πεντάγραμμο, κλειδί
αρχ.
Ι. 1. κριτής, ερμηνευτής
2. η κλεψύδρα
II. πληθ. γνώμονες, οἱ
1. φύλακες τών ιερών ελαιών στην Αθήνα
2. τα δόντια που φανερώνουν την ηλικία τού ίππου
3. (κατὰ τους Πυθαγορείους) οι πέντε πρώτοι περιττοί αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω
ΣΥΝΘ. αγνώμων, ευγνώμων, ισχυρογνώμων, λιθογνώμων, ομογνώμων, υδρογνώμων
αρχ.
αλλογνώμων, αμφοτερογνώμων, ανεπιγνώμων, απογνώμων, αργυρογνώμων, ασυγγνώμων, αυτογνώμων, βαθυγνώμων, βραχυγνώμων, διαγνώμων, διγνώμων, διχογνώμων, δουλογνώμων, δυσγνώμων, εναντιογνώμων, επιγνώμων, ετερογνώμων, ηδυγνώμων, ιδιογνώμων, ιππογνώμων, κακογνώμων, καλογνώμων, λειπογνώμων, λεπτογνώμων, λιπογνώμων, μαλακογνώμων, μεγαλογνώμων, μονογνώμων, ολιγογνώμων, ορθογνώμων, ορνιθογνώμων, ονρανογνώμων, πολυγνώμων, προβατογνώμων, προγνώμων, σκληρογνώμων, συγγνώμων, συνεπιγνώμων, τοιοντογνώμων, υψηλογνώμων, φυσιγνώμων, φυσιογνώμνων, χρυσογνώμων
νεοελλ.
ατμογνώμονας, γωνιογνώμονας, εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, χρονογνώμονας, ψευδογνώμονας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γνώμονας — ο 1. γεωμετρικό όργανο με το οποίο χαράζουμε ορθές γωνίες και κάθετες γραμμές. 2. όργανο που μετράει γωνίες, γωνιόμετρο. 3. μτφ., αξίωμα, αρχή, κανόνας: Είχε γνώμονα στη ζωή του να βοηθά τους φτωχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώμονας — γνώμων one that knows masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • νόρμα — η 1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας 2. πρότυπο 3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους 4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην …   Dictionary of Greek

  • οπλογνώμονας — ο στρ. στρατιωτικός εμπειρογνώμονας για τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπλο + γνώμονας (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματο γνώμονας] …   Dictionary of Greek

  • πραγματογνώμονας — ο, η, Ν (νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι… …   Dictionary of Greek

  • SYENE — vulgo Asna, teste Io. Leone, urbs Aegypti extrema, in Aethiopiae consinio ad Nilum, olim Romani Imperii, sient et nunc Turcici, terminus, inter Alexandtiam Aegypti ad Arctos 570. et Meroen ad Austrum 962. mill. pasl. reste Pliniô, l. 2. c. 73.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • γνώμων — (Αστρον.).Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι κυρίως γνωστός με την ονομασία Νόρμα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Σκορπιό, Θήριο, Διαβήτη, Νότιο Τρίγωνο και Βωμό και αποτελείται από 27 αστέρια που διακρίνονται με γυμνό μάτι.… …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”